- ευοδώνω
- και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, -όωΜ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω)νεοελλ.-μσν.1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία, εργάζομαι γρήγορα3. παθ. ευοδώνομαι και ευοδούμαια) φθάνω σε ευτυχή κατάληξη, βρίσκομαι σε καλό δρόμο, πηγαίνω καλά, πραγματοποιούμαι, κατορθώνομαι, εκπληρώνομαιφρ. α. «οι διαπραγματεύσεις ευοδώνονται» — οι διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, πάνε καλάβ. «η υπόθεσή σου θα ευοδωθεί» — η υπόθεσή σου θα έχει ευτυχή κατάληξη, θα πάει καλάγ) φρ. «μετά τη διόρθωση που πρότεινε» ή «με την ερμηνεία που πρότεινε ο τάδε το νόημα τού χωρίου αυτού ευοδούται» — το νήμα πηγαίνει καλά, ρέει, ικανοποιείμσν.1. φθάνω με το καλό2. κατευοδώνω κάποιον3. εξαποστέλλω κάποιον ή κάτι4. ετοιμάζω, τακτοποιώ5. προφταίνω («οὐδὲ ποσῶς εὐώδωσεν ἀπόκρισιν νὰ δώσῃ», Χρον. Moρ.)6. (παθ. απρόσ.) εὐοδώνεταιβγαίνει κάτι αληθινό, επαληθεύεταιμσν.-αρχ.μέσ. εὐοδοῡμαι, -όομαιευπορώ, μπορώ, ευκολύνομαι, ευημερώ («ἕκαστος παρ' ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ὅ, τι ἂν εὐοδῶται», ΚΔ)αρχ.1. βοηθώ κάποιον στον δρόμο, κάνω την πορεία του καλή και άνετη («σφῶν δ' εὐοδοίη Ζεύς», Σοφ.)2. παθ. εὐοδοῡμαια) πραγματοποιώ ευτυχές, αίσιο ταξίδιβ) (για πράγματα) επιτυγχάνω, πηγαίνω καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύοδος. Ο τ. βοδώνω < ευοδώνω με σίγηση τού αρκτικού προτονικού φωνήεντος, ο τ. ευγοδώνω < ευοδώνω με ανάπτυξη «αλόγου -γ-» (πρβλ. δουλεύω > δουλεύγω) και ο τ. βγοδώνω < ευγοδώνω με σίγηση τού αρκτικού προτονικού φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.